Glosbe logo Glosbe
Σύνδεση
Ελληνικά
Ελληνικά
  • φιμώνω
  • φιμωμένος δέκτης
  • φιμωμένος
  • φιμέ
  • φιλώ
  • φινίρισμα
  • φιναλίστ
  • φινετσάτος
  • φινιστρίνι
  • φινλανδία
  • φινλανδικά
  • φινλανδικέ
  • φινλανδικές
  • φινλανδική
  • φινλανδική γλώσσα

φινίρισμα στο λεξικό Ελληνικά

  • φινίρισμα

Δείγματα προτάσεων με " φινίρισμα "

Διαθέσιμες μεταφράσεις

  • Αγγλικά
  • Γαλλικά
  • Γερμανικά
  • Ισπανικά
  • Λατινικά
  • Ολλανδικά
Glosbe logo Glosbe
Δημιουργήθηκε με υπερηφάνια και ♥ στην Πολωνία

Tools

  • Κατασκευαστής λεξικών
  • Καταγραφέας προφοράς
  • Προσθήκη μεταφράσεων ομαδικά
  • Προσθέστε παραδείγματα σε παρτίδα
  • Μεταγραφή
  • Όλα τα λεξικά

Σχετικά με

  • Σχετικά με το Glosbe
  • Συνεργάτες
  • Πολιτική απορρήτου
  • Όροι παροχής υπηρεσιών
  • Βοήθεια

Μείνετε σε επαφή

  • Facebook
  • Twitter
  • Επικοινωνία